- δίενος
- δίενος, -ον (Α)ο δύο ετών, διχρονίτικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ένος «έτος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίενος — two years old masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίενα — δίενος two years old neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… … Dictionary of Greek
ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά … Dictionary of Greek